μεροληψία — η το να κρίνει κανείς με ιδιοτέλεια ή προσωπικά κριτήρια και όχι αντικειμενικά: Η μεροληψία του δικαστή οδήγησε σε άδικη καταδίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεροληπτικός — ή, ό 1. αυτός που μεροληπτεί 2. αυτός που γίνεται με μεροληψία («μεροληπτική κρίση»). επίρρ... μεροληπτικώς και ά με μεροληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεροληπτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Κ. Λάτρη] … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ανισότητα — η (Α ἀνισότης) [άνισος] έλλειψη ισότητας νεοελλ. μτφ. αδικία, μεροληψία, άνιση κατανομή κοινωνικών δικαιωμάτων ή αγαθών … Dictionary of Greek
δωροληψία — η (AM δωροληψία) αποδοχή δώρων για μεροληψία, δωροδοκία νεοελλ. αποδοχή δώρων που δεν συνεπάγεται ποινικό κολασμό … Dictionary of Greek
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
μονομέρεια — η (ΑΜ μονομέρεια και μονομερία [μονομερής] μονόπλευρη ή μεροληπτική ενέργεια ή κρίση, μεροληπτικότητα, μεροληψία νεοελλ. η ιδιότητα τού μονομερούς αρχ. φρ. «κατὰ μονομερίαν» μονομερώς, αδίκως … Dictionary of Greek
προσπάθεια — η, ΝΜΑ, και προσπαθία Α [προσπαθής] νεοελλ. 1. η πνευματική ή η σωματική ενέργεια που συνοδεύεται από ζήλο και έντονη δραστηριότητα, η ταυτόχρονη ένταση τών σωματικών και πνευματικών δυνάμεων για την επίτευξη ενός σκοπού («καταβάλλει μεγάλη… … Dictionary of Greek
προσπαθής — ές, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσπαθές η μεροληψία αρχ. 1. αυτός που είναι αφοσιωμένος με πάθος σε κάποιον ή αυτός που νιώθει σφοδρή επιθυμία για κάποιον ή για κάτι 2. ο δεκτικός εντυπώσεων 3. το ουδ. ως ουσ. η αφοσίωση. επίρρ... προσπαθῶς ΜΑ… … Dictionary of Greek
προσωποληψία — η, ΝΜΑ [προσωπολήπτης] χαριστική διάθεση απέναντι σε κάποιον, μεροληψία … Dictionary of Greek